Η έκθεση Ωμοτήτων και ο Καζαντζάκης στον Κακόπετρο
Το καλοκαίρι του 1945, ο πρωθυπουργός, Πέτρος Βούλγαρης συγκρότησε μια επιτροπή για να καταγράψει τις θηριωδίες των Γερμανών στα χωριά της Κρήτης. Την «Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη» αποτελούσε ο Νίκος Καζαντζάκης, οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι Ιωάννης Κακριδής και Ιωάννης Καλιτσουνάκης καθώς και ο φωτογράφος Κωνσταντίνος Κουτουλάκης. Η καταγραφή ξεκίνησε στις 29 Ιουνίου και ολοκληρώθηκε στις 6 Αυγούστου 1945. Η Επιτροπή επισκέφτηκε 76 πόλεις, χωριά και οικισμούς της Κρήτης και συναντήθηκε με χιλιάδες άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας.
Η Μαρτυρία…
«Τα περισσότερα χωριά στην Κρήτη χάθηκαν, οι περισσότεροι άντρες σκοτώθηκαν γιατί φιλοξενούσαν Άγγλους. Σ’ ένα χωριό, τα Μεσκλά, είδα μια μάνα που της είχαν σκοτώσει τους δυο γιούς της γιατί είχε σπίτι της κι έκρυβε 9 μήνες δυο Άγγλους στρατιώτες. Το ‘μαθαν αυτό οι Γερμανοί κι ήρθαν, της έκαψαν το σπίτι, της σκότωσαν τους γιούς της, και τώρα στέκονταν απόξω από τα χαλάσματα λιγνή, χαροκαμένη, με τα μάτια όλο φλόγα και μου μιλούσε…»
(απόσπασμα από ραδιοφωνική ομιλία του Ν. Καζαντζάκη στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, το Δεκέμβριο του 1945)
Ο Καζαντζάκης στον Κακόπετρο
«Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι την Κρήτη, για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι έκαψαν οι βάρβαροι και τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα ν’ ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται να ζητούν την βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα πεινασμένα Κι’ αλύγιστα…
[…] Υπάρχει και κάτι άλλο όμως στην Κρήτη. Υπάρχει κάποια φλόγα — ας την πούμε ψυχή — κάτι πιο πάνω απ’ τη ζωή κι απ’ το θάνατο, πού είναι δύσκολο να το ορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, κάτι άλλο, ανέκφραστο κι’ αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος. Να χαίρεσαι, μα και συνάμα σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νιώθει πως έχεις χρέος να κάμεις ό,τι μπορείς, για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζει, δεν σώζεται. — Ένα μονάχα σου μένει τότε: να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της δικής του ψυχής, που ποτέ δεν καταδέχτηκε ν’ απατήσει τον εαυτό της ή τούς άλλους και που πάντα τολμάει ν’ αντικρύζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη θεά εκείνη που δεν κάνει χατίρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός: την αγέλαστη κι’ αδάκρυτη θεά, την ευθύνη»
«Επιστρέφοντας από Κάντανο, στον δρόμο, προς Κακόπετρο», θυμάται ο Κ. Κουτουλάκης, «είδαμε στο πλάι του δρόμου να στέκει ένας χωρικός, να κρατεί ορθό ένα δοκάρι και να μας εκάνει νόημα να σταματήσουμε. Αμα πλησίασε το αυτοκίνητο, έριξε το δοκάρι και σταμάτησε αναγκαστικά το αυτοκίνητο.
– Ηρθετε, λέει, να καταγράψετε για το αίμα που χύθηκε… έχετε κ’ επαέ να σημειώσετε κατιτίς…
– Τί;
– Τέσσερις γιούς μου σκοτώσανε… Οι δυο τελευταίοι, ήσανε δίδυμα…
– Πώς σε λένε;
– Δεσποτάκη… μα επειδή είστε κουρασμένοι, περάσετε κι από το σπίτι να πάρετε ένα νερό…
Το σπίτι του ήταν εκεί δίπλα σε μιαν κατηφοριά. Μπαίνουμε μέσα, τί να δούμε, ένα τραπέζι, μ’ όλα του Θεού τα καλά και στη γωνιά μια γυναίκα μαυροφορεμένη μ’ ένα κοριτσάκι μικρό στην ποδιά της, να κάθεται να κλαίει…
– Ιντα ’ναι δά τουτα’νά; ιντα κλαις; Οι αθρώποι δεν ήρθανε για να τως εχαλάσεις την καρδιά ντως. Ελευτερωθήκαμε, για όχι; Εξέχασές το; Ετσά ’ναι η λευτεριά, σε μας ήλαχε να δώσωμε τα παιδιά μας… άλλος τα σπίθια ντου, άλλος ήδωκε τα λιόφυτά ντου… πως σου απόμεινε μόνο η κοπελιά, εγώ θα σου κάμω κι άλλους γιούς…
Εκεί είδα τον Καζαντζάκη να κλαίει. Μέσα στ’ αυτοκίνητο μας ήλεγε κι ήκλαιγε ακόμη, είδετε; Αυτή είναι η κρητική ψυχή, την ελευθερία την έχει θρησκεία… Ένας τέτοιος λαός υποδουλώνεται ποτέ;